Στο Πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.d.13 – e.1», ο Σωκράτης μαθαίνει από την Διοτίμα ότι ο Έρως είναι «Δαίμων μέγας», επίσης ότι «πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ», «κάθε δαιμονικό είναι μεταξύ Θεού και θνητού». Ως εκ τούτου ο Έρως δεν είναι Θεός καθ’ αυτός.
Όταν δε ο Σωκράτης την ρωτά ποια «δύναμιν» έχει ο Έρως, η Διοτίμα του απαντά ότι έχει την «δύναμη να ερμηνεύει και να μεταβιβάζει στους Θεούς τα προερχόμενα εκ των ανθρώπων και στους ανθρώπους τα εκ τα Θεών, εκείνων με τις δεήσεις και τις θυσίες, τούτων δε τις προσταγές και τις ανταποδόσεις των αμοιβών- Ερμηνεῦον καὶ διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ᾽ ἀνθρώπων καὶ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν, τῶν μὲν τὰς δεήσεις καὶ θυσίας, τῶν δὲ τὰς ἐπιτάξεις τε καὶ ἀμοιβὰς τῶν θυσιῶν,» [202.e. 3 - 5].
Βλέπουμε λοιπόν ότι η σχέση των όντων προς του Θεούς διέπεται και άγεται εκ του μεγίστου τούτου δαίμονος, του Έρωτα!
Μάλιστα η Διοτίμα [202.e.6 - 203.a.1] ξεκαθαρίζει πως ο Έρως : «Στο μέσον και των δύο όπως βρίσκεται τα συμπληρώνει. Δια μέσου τούτου προβαίνει στο έργο της και η μαντική ολόκληρη και των ιερέων η τέχνη, η σχετική με τις θυσίες, τις τελετές και τις επωδές, και γενικώς με την μαντεία και την γοητεία- ἐν μέσῳ δὲ ὂν ἀμφοτέρων συμπληροῖ, ὥστε τὸ πᾶν αὐτὸ αὑτῷ συνδεδέσθαι. διὰ τούτου καὶ ἡ μαντικὴ πᾶσα χωρεῖ καὶ ἡ τῶν ἱερέων τέχνη τῶν τε περὶ τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐπῳδὰς καὶ τὴν μαντείαν πᾶσαν καὶ γοητείαν».
Επισφραγίζει δε τη θέση της, ότι ο Έρως είναι που άγει τα όντα προς τους Θεούς, όταν λέγει [ Συμπόσιο, 203. a.1 – 4] στον Σωκράτη πως «Θεός με άνθρωπο δεν αναμειγνύεται, αλλά δια της μεσολαβήσεως του Έρωτος συντελείται πάσα ομιλία και διάλεκτος θεών προς τους ανθρώπους, είτε κατά την εγρήγορση είτε στον ύπνο – θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι».
Εν ολίγοις : η σχέση Θεών και όντων είναι αυτή του ερωμένου με τον εραστή! Καθώς ο εραστής, δηλαδή τα όντα, χαίρεται να βλέπει αυτόν που αγαπά, τους Θεούς δηλ., ενώ ο ερωμένος, οι Θεοί δηλ, απολαμβάνει την θεραπεία, δηλαδή τις υπηρεσίες που του προσφέρει ο εραστής, δηλ. τα όντα.
Ο Πλάτων στους «Νόμους, 716.c.1 - 717.b.7» μας αναφέρει πώς : “Για τον αγαθό άνθρωπο, το κάλλιστο και άριστο μέσο για να ζήσει ευδαίμονα βίο είναι να θυσιάζει στους θεούς και να βρίσκεται σε συνεχή επαφή μαζί τους με την ευχή, τις προσφορές και την λατρεία – ὡς τῷ μὲν ἀγαθῷ θύειν καὶ προσομιλεῖν ἀεὶ τοῖς θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἀναθήμασιν καὶ συμπάσῃ θεραπείᾳ θεῶν κάλλιστον καὶ ἄριστον καὶ ἀνυσιμώτατον πρὸς τὸν εὐδαίμονα βίον καὶ δὴ καὶ διαφερόντως πρέπον”.
Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα, στο μυαλό μας έρχεται το ερώτημα του Σωκράτη προς την Διοτίμα [204.c.9] : “ο Έρως τίνα χρεία έχει για τους ανθρώπους;”
Η Διοτίμα βέβαια θέλοντας να απαντήσει στον Σωκράτη δια της διαλεκτικής λέγει [204.d. 2- 6] : «ο Έρως, κατά τον ισχυρισμό σου Σωκράτη, στρέφεται προς τα ωραία. Αν όμως ρωτούσε κάποιος : Υπό ποία έννοια στρέφεται ο Έρως προς τα ωραία, Σωκράτη και Διοτίμα; ή μάλλον με μεγαλύτερη σαφήνεια, ως εξής : ερωτεύεται ο ερωτευμένος τα ωραία. Τι κυρίως ερωτεύεται; – ἔστι μὲν γὰρ δὴ τοιοῦτος καὶ οὕτω γεγονὼς ὁ Ἔρως, ἔστι δὲ τῶν καλῶν, ὡς σὺ φῄς. εἰ δέ τις ἡμᾶς ἔροιτο· Τί τῶν καλῶν ἐστιν ὁ Ἔρως, ὦ Σώκρατές τε καὶ Διοτίμα; ὧδε δὲ σαφέστερον· ἐρᾷ ὁ ἐρῶν τῶν καλῶν· τί ἐρᾷ;».
Η απάντηση που δίνει ο Σωκράτης είναι [204.d.7]: «Να γίνουν δικά του – Καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι Γενέσθαι αὑτῷ».
Εντούτοις όμως αυτή του η απάντηση δεν είναι σαφής και η Διοτίμα του λέγει [204.d.8 - 9] πως : «χρειάζεται ακόμη ένα παρόμοιο ερώτημα : Τι θα κερδίσει εκείνος που θα αποκτήσει τα ωραία ; – ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε· Τί ἔσται ἐκείνῳ ᾧ ἂν γένηται τὰ καλά;”.
Μην ξέροντας όμως να απαντήσει ο Σωκράτης, η Διοτίμα επιφέρει μια αλλαγή στις έννοιες, αλλάζει “-αντί του ωραίου, το αγαθό – ἀντὶ τοῦ καλοῦ τῷ ἀγαθῷ” και ξανά κάνει την ερώτηση [204.e.2]: «ερωτεύεται ο ερωτευμένος τα αγαθά. Τι κυρίως ερωτεύεται; – ἐρᾷ ὁ ἐρῶν τῶν ἀγαθῶν· τί ἐρᾷ;».
Τώρα ο Σωκράτης της απαντάει όπως και πριν : να γίνουν δικά του! “και τι έχει να κερδίσει εκείνος που θα γίνουν δικά του τα αγαθά;”, τον ρωτά η Διοτίμα.
Η απάντηση του Σωκράτη είναι αποκαλυπτική [204.e.7]: “θα γίνει ευδαίμων – εὐδαίμων ἔσται”! Η Διοτίμα επικυρώνει στην συνέχεια την απάντηση του Σωκράτη [205.a.1] λέγοντας πως: “δια της κατοχής των αγαθών είναι ευδαίμονες οι ευδαίμονες – Κτήσει γάρ, ἀγαθῶν οἱ εὐδαίμονες εὐδαίμονες”.
Και, συνεχίζει [205.d. 2 - 3] η Διοτίμα, «υπό την καθολική του σημασία, κάθε επιθυμία των αγαθών και της ευδαιμονίας είναι ο μέγιστος και δολερός Έρωτας κάθε ανθρώπου – πᾶσα ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυμία καὶ τοῦ εὐδαιμονεῖν ὁ <μέγιστός τε καὶ δολερὸς ἔρως> παντί».
Βέβαια, λέγει η Διοτίμα [205.d.10 - e.5], μερικοί «υποστηρίζουν κάποια άποψη, κατά την οποία ερωτευμένοι είναι όσοι ζητούν να βρούνε το ήμισυ εαυτών. Η γνώμη μου όμως είναι ότι του Έρωτος το αντικείμενο ούτε το ήμισυ είναι ούτε το όλον, αν ίσως τούτο δεν είναι αγαθό. Απόδειξη ότι οι άνθρωποι από τον ίδιο τους τον εαυτό και πόδια και χέρια δέχονται να αποκοπούν, αν τύχη και πεισθούν ότι τα μέλη τους είναι πονηρά – Καὶ λέγεται μέν γέ τις, ἔφη, λόγος, ὡς οἳ ἂν τὸ ἥμισυ ἑαυτῶν ζητῶσιν, οὗτοι ἐρῶσιν. ὁ δ᾽ ἐμὸς λόγος οὔτε ἡμίσεός φησιν εἶναι τὸν ἔρωτα οὔτε ὅλου, ἐὰν μὴ τυγχάνῃ γέ που, ὦ ἑταῖρε, ἀγαθὸν ὄν, ἐπεὶ αὑτῶν γε καὶ πόδας καὶ χεῖρας ἐθέλουσιν ἀποτέμνεσθαι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν αὐτοῖς δοκῇ τὰ ἑαυτῶν πονηρὰ εἶναι».
Διότι, λέει [205.e.5 - 206.a.1], «δεν προσκολλάται, φρονώ, στα μέρη του ο καθένας, παρά μόνο εφόσον το αγαθόν αποκαλεί δικό του και μέρος του εγώ του, το δε κακό αλλότριο. Διότι εκείνο, προς το οποίο των ανθρώπων ο Έρως στρέφεται, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αγαθό – οὐ γὰρ τὸ ἑαυτῶν οἶμαι ἕκαστοι ἀσπάζονται, εἰ μὴ εἴ τις τὸ μὲν ἀγαθὸν οἰκεῖον καλεῖ καὶ ἑαυτοῦ, τὸ δὲ κακὸν ἀλλότριον· ὡς οὐδέν γε ἄλλο ἐστὶν οὗ ἐρῶσιν ἅνθρωποι ἢ τοῦ ἀγαθοῦ».
Και συνεχίζει [206.a. 3 - 10] λέγοντας ότι πρέπει να προσθέσουμε ότι “ο άνθρωπος έχει έρωτα προς το αγαθό αλλά και προς την κατοχή του αγαθού – Ἆρ᾽ οὖν, ἦ δ᾽ ἥ, οὕτως ἁπλοῦν ἐστι λέγειν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τἀγαθοῦ ἐρῶσιν; – Ναί, ἔφην. – Τί δέ; οὐ προσθετέον, ἔφη, ὅτι καὶ εἶναι τὸ ἀγαθὸν αὑτοῖς ἐρῶσιν; – Προσθετέον. – Ἆρ᾽ οὖν, ἔφη, καὶ οὐ μόνον εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἀεὶ εἶναι; – Καὶ τοῦτο προσθετέον”.
Είναι λοιπόν, [206.a. 11 - 12] : “του Έρωτος αντικείμενο η του αγαθού αεί κατοχή – Εστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τὸ ἀγαθὸν αὑτῷ εἶναι ἀεί”.
Επεξηγώντας αυτά που προαναφέραμε, ο Πρόκλος στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην υπομνημα, 111. 7. – 112.15» αναφέρει[1]:
«οι ψυχές περηφανεύονται (μέγα φρονούσι) για των σωμάτων το κάλλος, το μέγεθος, την ευγενική καταγωγή, τη φιλία, τις δυναστείες (πολιτικές δυνάμεις). Τα παραπάνω είναι είδωλα των αληθινών αγαθών τα οποία προτείνονται (προβάλλονται) στις ψυχές, που οι μεν έμφρονες ψυχές τα παραβλέπουν, οι ανόητες όμως προσκολλούνται πάνω τους[2]. Λέμε λοιπόν το κάλλος και το μέγεθος αναφάνηκαν στις πρώτιστες βαθμίδες των θεών, όπου το ένα (το κάλλος) να κάνει όλα τα θεία αγαπητά-επιθυμητά-να διακατέχονται από έρωτα (εραστάν) για τους κατώτερους, το δε άλλο (το μέγεθος) κάνει να υπερέχουν και να είναι εξηρημένα από τα γεννήματά τους. Επίσης, το ένα, όντας συγγενικό προς το πέρας, εμφανίζεται ως είδος ειδών και ως άνθιση επί όλων των νοητών ειδών, και το άλλο ως συγγενικό του απείρου, καθώς το ίδιο δεν περιέχεται αλλά περιέχει τα πάντα και επικρατεί στα πάντα. Για τούτου και η Διοτίμα επέδωσε την πρώτιστη βαθμίδα στο κάλλος και τη δεύτερη στο μέγεθος. Διότι «ἐραστὸν τὸ καλόν ἐστιν – αγαπητό είναι το ωραίο» και ο Έρως «δαίμων μέγας» (με τη λέξη μέγας, δηλώνει το μέγεθος), ο πρώτος εξαρτημένος από το κάλλος. Από ψηλά δηλαδή από τις πρώτιστες αρχές, προχωρεί δια μέσου όλων των διακόσμων και φτάνει μέχρι τον εμφανή Κόσμο, και τούτον (τον εμφανή Κόσμο) αποτελούντα (ολοκληρώνει/ τελειοποιεί) ως «μέγιστον τῶν αἰσθητῶν θεῶν καὶ κάλλιστον», κατά την πλατωνική έκφραση στον «Τίμαιο, 92.c». Αυτών λοιπόν τη λαμπρή απορροή εν τους Θεούς έχοντας οι ψυχές, κατά τις αυτοφυείς (σύμφυτες) έννοιες, θαυμάζουν το κάλλος και το μέγεθος των θνητών σωμάτων επειδή περιέχουν την απεικόνιση εκείνων∙ από άγνοια όμως εκείνων των αληθινών παραμένουν σε τούτα τα οποία είναι και τα μόνα που θαυμάζουν. Το δεύτερο, η ευγενική καταγωγή, υπάρχει πρώτιστα μεταξύ ακριβώς των θεών. ότι δηλαδή, λαμβάνει την υπόσταση του από τα υψηλότερα αίτια, υπερέχει ως προς την καταγωγή έναντι των όσων γεννιούνται μεταξύ των κατώτερων. Το δηλώνει σε κάποιους στίχους του και ο Όμηρος (Ιλιάς Δ΄, 58-59), που βάζει την Ήρα να λέει στον Δία : «το γένος μου κρατάει από όπου και το δικό σου, κι εμένα πρεσβύτατη με γέννησε ο Κρόνος ο αγκυλομήτις».
Τέλος ο Ερμείας (συμμαθητής και αδελφικός φίλος του Πρόκλου) αναφέρει:
«Γράφουσι δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα παῖδα ἐπτερωμένον• παῖδα μὲν διὰ τὸ ἀκμαῖον καὶ ἄνηβον καὶ μὴ ἀπεσκληκὸς, πτερωτὸν δὲ διὰ τὸ ἀνάγειν τὴν ψυχὴν ἐπὶ τὸ νοητόν.»
(Βλ., Ερμείας «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Φαίδρον» 188.1 – 188.3)
Δηλαδή:
«Σχεδιάζουν δε και τον Έρωτα ως πτερωτό παιδί. Παιδί για το ακμαίο, χωρίς γένια (δηλ. δεν έχει έρθει στην ανδρική ακμή) και χωρίς να είναι «σκληρός». Πτερωτός διότι ανάγει τη ψυχή στο νοητό.»
Από όλα τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι ο Έρως είναι εκείνος που ενώνει τη ψυχή με το Ον και τον αισθητό κόσμο με το νοητό. Και ως Έρωτα, εννοούμε τον πόθο για θέαση και πλήρη «κατανόηση» της Ιδέας, την αγωγή προς την Αλήθεια και γι αυτό η φιλοσοφία είναι ο έρωτας προς τις Ιδέες. Ο Έρως, αυτός, προς τη γνώση βρίσκεται, ουσιαστικά, εντός της ψυχής.
Για την συγγραφή: Γουλέτας Παναγιώτης (Αλκίνοος), 6-12-2013