Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΨΗΦΙΔΕΣ ΣΚΕΨΗΣ





Από συζητήσεις της παρέας μας:

Συμφωνήθηκε σαν γενική διαπίστωση ότι, σε τελική ανάλυση, όλα τα ανθρώπινα πλάσματα αναζητούν τον τρίτο παράγοντα της εσώτερης τριπλής τους υπόστασης, η οποία είναι Ύπαρξη - Συνείδηση - Ευδαιμονία.

Είναι προφανέστατο ότι υφίσταται μεγάλο έλλειμμα στην τρίτη όψη της Τριάδας αυτής, την ευδαιμονία.

Ειπώθηκε πως μπορούμε να διακρίνουμε τρεις καταστάσεις του καλώς έχειν της ψυχής μας: ευτυχία - χαρά - ευδαιμονία.

Ειπώθηκε στη συνέχεια ότι πρέπει να διακρίνουμε την ευτυχία από την ευδαιμονία, καθώς η ευτυχία ορίστηκε ως σχετική με γήινες ικανοποιήσεις και επιτυχίες, ενώ η ευδαιμονία ορίστηκε ως ανώτερου τύπου εσωτερική ικανοποίηση και ευχαρίστηση που δεν σχετίζεται με τις γήινες καταστάσεις.

Κατά τη γνώμη μας αυτή η διατύπωση είναι και σωστή και λανθασμένη, όπως μπορούμε να δείξουμε ετυμολογικά:

ευ - τυχία : καλή τύχη
ευ - δαιμονία : καλός δαίμων
Αλλά: δαίμων = τύχη

Διότι, κατά τους αρχαίους ο επόπτης δαίμων ή θεϊκό ον που έχει υπό την εποπτεία του ένα ανθρώπινο ον καθορίζει την τύχη του, τα συμβάντα της ζωής του. Αν αυτό το ον είναι κακό, τότε παράγεται «κακοδαιμονία», δυστυχία, το αντίθετο της ευδαιμονίας.

Η Ηράκλειτος όμως πολύ σοφά δηλώνει: «Ήθος ανθρώπω δαίμων»: «Ο χαρακτήρας είναι η τύχη (δαίμων) του ανθρώπου». Ταυτίζει λοιπόν την τύχη με τον δαίμονα και αυτή η ταύτιση είναι κοινότατη στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Επιπλέον, ο Ηράκλειτος εξαρτά από και ταυτοποιεί με την τύχη -δαίμονα του ανθρώπου τον χαρακτήρα του, δηλαδή την ηθική ποιότητά του.

Να πούμε σ΄αυτό το σημείο ότι υπάρχει άλλη μια ελληνική λέξη, πολύ όμορφη και εκφραστική του καλώς έχειν της ψυχής, την οποία χρησιμοποιεί ο Δημόκριτος: ευεστώ: ευ - ίσταμαι (στέκω, βρίσκομαι) ή ευ - εστί (ειμί, είμαι, υπάρχω).
Η λέξη εκφράζει και την καλή κατάσταση και την καλή ισορροπία της ύπαρξης.

Τώρα πάλι παρά την ετυμολογική ταύτιση των λέξεων ευτυχία και ευδαιμονία, ορθά χρησιμοποιούμε την καθεμία με διαφορετικό περιεχόμενο, γιατί ασφαλώς πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην κατάσταση ικανοποίησης, ευχαρίστησης και πληρότητας που παράγεται από γήινους παράγοντες και στην κατάσταση «ευεστούς» που παράγεται από πνευματικούς παράγοντες.

Ίσως παρατηρήσει κανείς ότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση επικρατεί μια εσωτερική κατάσταση ευφορίας, οπότε που είναι η διαφορά;

Θα απαντήσουμε ότι, πέρα από την ποιοτική και ποσοτική διαφορά, τις οποίες δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ούτε να προσμετρήσουμε με κανένα ανθρώπινο μηχάνημα ή ζυγαριά, υπάρχει ένας τρίτος ουσιαστικός παράγοντας, πολύ καθοριστικός: ο παράγοντας του χρόνου. Η γήινη ευτυχία διέπεται απολύτως από το χρόνο, ενώ στην ευδαιμονία δεν υπάρχει καθόλου χρονικός παράγοντας, κι αυτό το ξέρει πολύ καλά όποιος έχει νιώσει αυτό το είδος ευφορίας. Είναι βέβαια μια παραδοξότητα για τη γήινη αντίληψή μας, το γεγονός ότι, ενώ η αίσθηση ευδαιμονίας μπορεί να είναι στιγμιαία και ακαριαία, εντούτοις χαρακτηρίζεται από αχρονικότητα ή χρονική απειροσύνη.

Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ευτυχία αγγίζει και διατρέχει άλλα στρώματα της ύπαρξής μας, εκείνα της προσωπικότητας (τα τρία κατώτερα πεδία), ενώ η ευδαιμονία αφορά σε άλλα στρώματα της (τα τρία ανώτερα: ανώτερο νοητικό, βουδικό ή χριστικό ή ενορατικό ή πνευματικό). Η ευδαιμονία λοιπόν γίνεται αισθητή όταν υπάρξει μια επαφή, κάτι σαν σύλληψη μιας ραδιοφωνικής συχνότητας, με τα πεδία εκείνα της ύπαρξής μας. Και σ΄αυτή την περίπτωση η περισσότερο ή λιγότερο έντονη αίσθηση εξαρτάται από την καλύτερη ή λιγότερο καλή επαφή.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι, σχετικά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δύο καταστάσεων, η μεν ευτυχία έχει μέσα της κάτι το πυρετώδες, ενώ η ευδαιμονία μια πληρότητα και μια γαλήνη, ή μια γαλήνια πληρότητα.

Σ΄αυτή τη συζήτηση δεν εξετάστηκε αυτό που ονομάστηκε «χαρά» -θέμα καθόλου ασήμαντο και καθόλου εύκολο. Ίσως καταπιαστούμε με αυτό μια άλλη φορά...

Να κι άλλη μια συζήτηση -διένεξη.

Γινόταν συζήτηση για θέματα της Διδασκαλίας, όταν τέθηκε το ζήτημα της εγκυρότητας των πληροφοριών που δίνονται σ΄αυτή.

Εκεί λοιπόν κάποιοι αγανάκτησαν και επιχειρηματολόγησαν ότι δεν μπορούμε να αμφισβητούμε τα Λόγια του Μεγάλου Διδασκάλου. Η άλλη πλευρά το έθεσε ως εξής: Πολύ ωραία και σεβαστά όλα αυτά, αλλά το θέμα είναι να βιώσεις ο ίδιος την αλήθεια, κι όχι να τη δεχτείς ως τέτοια από δεύτερο χέρι. Από την παραπάνω αντιπαράθεση γίνεται φανερό ότι υπάρχουν δύο μονοπάτια προσέγγισης: μέσω πίστης και μέσω γνώσης.

Ας θυμηθούμε τώρα τη ρήση του Χριστού: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Σίγουρα ο Θωμάς δεν ανήκε σ΄αυτή την κατηγορία, ήθελε να θέσει το χέρι «επί τον τύπον των ήλων (καρφιών)».

Η μακαριότητα της πίστης είναι γεγονός. Ο πιστός δεν βασανίζεται από ερωτήματα και αμφιβολίες. Αντίθετα ο κυνηγός της γνώσης και της άμεσης βεβαιότητας είναι μια βασανισμένη ψυχή.

Τώρα, σε σχέση με την αμφιβολία, πρέπει να πούμε ότι είναι δύο ειδών: η καλοπροαίρετη που ζητά να επιβεβαιώσει και η κακοπροαίρετη που ζητά να ακυρώσει. Η πρώτη είναι παραγωγική, ενώ η δεύτερη κρύβει μέσα της μια θανατηφόρα άρνηση. Η πρώτη ωθεί σε έρευνα, ενώ η δεύτερη μοιάζει με επιτύμβια πλάκα.

Ας κάνουμε όμως μια κριτική στις θέσεις της πρώτης ομάδας. Η επιχειρηματολογία ότι η εγκυρότητα μιας αλήθειας αποδεικνύεται επειδή ειπώθηκε από το Α ή το Β Μεγάλο Ον είναι άκυρη και δεν πρόκειται να πείσει ποτέ τον ερευνητικό νου. Το επιχείρημα ακυρώθηκε από τον κατεξοχήν Εκπρόσωπο της Σοφίας, τον Βούδα, ο Οποίος είπε: «Μην πιστέψετε ποτέ κάτι επειδή το είπε ο τάδε ή ο δείνα Σοφός, ή ο Βούδας. Να πιστέψετε μόνον ότι η συνείδησή σας μπορεί να αποδεχθεί».

Όταν ο νους και η καρδιά δέχονται κάτι χωρίς μεταξύ τους διαπάλη, τότε ασφαλώς μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση αναγνωρίζει αυτό το κάτι ως αληθές.

Βέβαια, η αναγνώριση μπορεί να έρθει άμεσα και ακαριαία σαν ξεχασμένη γνώση, θαμμένη στη συνείδησή μας ή σαν ξαφνική φώτιση. Πράγματι, συμβαίνει συχνά, ακούγοντας κάτι να έχουμε μια άμεση ανταπόκριση και εσωτερική συνταύτιση, και δεν νιώθουμε καμιά ανάγκη δεύτερης σκέψης. Συνήθως όμως περνάμε κάθε καινούργια πληροφορία από το κόσκινο της ενδελεχούς εξέτασης, και αυτό είναι υγιής λειτουργία της συνείδησης. Όταν λοιπόν η εξέταση καταλήξει σε αποδοχή και αίσθημα ικανοποίησης ή και ανάτασης, ανακούφισης, θαυμασμού ίσως, κ.τ.λ., τότε αυτή η εκτίμηση μεταφέρεται και στο πρόσωπο ή Πρόσωπο, από το οποίο εκπέμφθηκε η πληροφορία ή εξετασθείσα άποψη.

Τι σημαίνουν τα πιο πάνω; Απλώς, ότι η σωστή και υγιής σειρά αποδοχής ή «πίστης» είναι: εξετάζω αυτό που μου δίνεται και, επειδή ανακαλύπτω την ομορφιά, τη δύναμη, την αλήθεια του ή την ικανότητά του να απαντά σε ερωτήματά μου ή να με λυτρώνει από βασανιστικές αγωνίες, εκτιμώ κατά συνέπεια και τον Φορέα του προσφερόμενου υλικού. Έτσι, και όχι αντίστροφα: Αφού το είπε ο τάδε -όσο υψηλά κι αν στέκει- τότε το δέχομαι τυφλά, χωρίς εξέταση. Πρώτα αξιολογώ την Πληροφορία και κατόπιν εμπιστεύομαι τον Πληροφοριοδότη. Δεν ξεκινάω με την αυθεντία του Πληροφοριοδότη, την αποδέχομαι όμως στη συνέχεια αναγνωρίζοντας την αξία της Πληροφορίας Του. «Εκ του καρπού γνώσεσθε το δένδρον».

Οι αφορισμοί κατά τον εκφραστή αμφιβολίας όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα θετικό σε κανέναν, αλλά θυμίζει ακαμψία, φανατισμό και το «πίστευε και μη ερεύνα». Κανείς δεν κερδίζει από τέτοιες πρακτικές και καθόλου βέβαια αυτό που θέλει ο «αγανακτισμένος» να υπερασπιστεί.

Η Άγκνι Γιόγκα είναι εντελώς αντίθετη σε τέτοια στάση. Όχι μόνον απορρίπτει την τυφλή πίστη αλλά προκαλεί κάθε ερευνητή να εξετάσει όσο πιο αυστηρά και εξονυχιστικά τη Διδασκαλία γιατί η αλήθεια δεν φοβάται τον έλεγχο, επιθυμεί τον έλεγχο.

Δεν επικαλούμαστε λοιπόν την αυθεντία του Διδασκάλου, αλλά την αυθεντία της Διδασκαλίας Του. Όποιος επιθυμεί να βρει την αλήθεια θα τη βρει. Ο πόθος της καρδιάς θ΄ανοίξει το εσωτερικό μάτι. Η γνώση της αλήθειας θα φέρει τη λύτρωση, όπως έχει λεχθεί: «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
AGNI YOGA, HELLAS 3.2.2015.