Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ





Τρεις ήταν οι κατήγοροι του Σωκράτη, ο άγνωστος ποιητής Μέλητος, ο πλούσιος βυρσοδέψης και πολιτικός Άνυτος, και ο ρήτορας Λύκωνας. Ο κύριος κατήγορος του Σωκράτη φάνηκε να είναι ο Μέλητος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο Άνυτος που είχε δύναμη πολιτική και οικονομική. Στο έργο “Μένων” όπου ο βασικός διάλογος γίνεται μεταξύ Σωκράτη και Μένωνα, υπάρχουν και άλλοι συνομιλητές μεταξύ αυτών και ο Άνυτος. Ο Άνυτος έχει ύφος παντογνώστη και ο Σωκράτης φυσικά ξεσκεπάζει την σύγχυση που βρίσκεται μέσα στον νου του και την άγνοια του σε τέτοιο βαθμό, που τον χτυπά στον εγωισμό του. Ο Άνυτος επανειλημμένως προσπάθησε να βγει από πάνω, πράγμα που δεν κατάφερε, οπότε στο τέλος κατέφυγε σε απειλές. Ο Σωκράτης με το γνωστό ειρωνικό (η ειρωνεία είχε διαφορετική έννοια τότε) του ύφος γυρνάει και λέει στον Μένωνα “Μένων, μου φαίνεται ότι ο Λύκων νευρίασε...”

Η κατηγορία που προσαρτήθηκε στο πρόσωπο του Σωκράτη ήταν:
“Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα* και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα, έτερα δε δαιμόνια καινά**»

δηλαδή: ότι πιστεύει σε θεούς που η πόλη δεν πιστεύει, ότι εισάγει καινούριους θεούς και θεότητες και ιδέες περί αυτών, οπότε βάσει αυτού διαφθείρει τους νέους με νέες νοοτροπίες.

(* η διαφθορά που προξενούσε ο Σωκράτης στους νέους ήταν το να τους δείχνει ότι δεν έπρεπε να ασχολούνται και να νοιάζονται για τις περιουσίες τους-πράγμα που προξενούσε αντιδράσεις από τους γονείς των νέων- αλλά να κοιτάζουν να γνωρίσουν και να βελτιώσουν τον εαυτό τους για να μπορέσουν να ανέβουν σε ανώτερο επίπεδο πνευματικό για να μπορέσουν να πάνε κοντά στους θεούς όπως λέει στο έργο “Φαίδων”.)

(** η έννοια “δαιμόνια” δεν έχει καμία σχέση με την σατανοποιημένη έννοια που έδωσαν αργότερα οι χριστιανοί για να δικαιολογήσουν τις καταστροφές των Αρχαίων Ελληνικών Ιερών. H λέξη Δαίμων-Δαήμον σημαίνει γνώστης εξού και το αδαής, και έχει την έννοια ανώτερης πνευματικής θεότητας. Ο Πλούταρχος ως ιεροφάντης των Δελφών αφιερώνει ολόκληρο βιβλίο, το “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον”).

Ο Άνυτος δεν εφηύρε την κατηγορία αυτή από το μυαλό του, αλλά βασίστηκε στο έργο “Νεφέλαι” του Αριστοφάνη που είχε γραφτεί και παιχτεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα. Η κατηγορία με την οποία πήγε στο δικαστήριο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου ειπωμένη στην κωμωδία εκείνη, άρα και ο Αριστοφάνης ηθικός αυτουργός της κατηγορίας αυτής.

Παρόλο που προσφέρθηκε ο ρήτορας Λυσίας και του έγραψε μια απολογία, ο Σωκράτης διάβασε το κείμενο, του το γύρισε πίσω του είπε ότι το ήταν ωραίο κείμενο αλλά δεν ταίριαζε στον ίδιο.

Υπολογίζεται ότι οι δικαστές του Σωκράτη που ήταν 500, ψήφισαν 280 κατά και 220 υπέρ του (σε περίπτωση ισοψηφίας ευνοείτο ο κατηγορούμενος). Η απολογία στην Ηλιαία γινόταν σε πρώτο βαθμό, αν οι δικαστές έπαιρναν καταδικαστική απόφαση ο κατηγορούμενος ερχόταν σε δευτερολογία και πρότεινε την ποινή του.

Μετά την ενοχοποιητική απόφαση ο κατηγορούμενος ανέβαινε στο βήμα για να προτείνει την ποινή που ζητούσε ο ίδιος να επιβληθεί. Ο Σωκράτης λοιπόν ζητάει την “ποινή” του πολυεπίπεδα, πρώτα προτείνει βάσει αυτών των πραγμάτων που πράγματι είχε προσφέρει, αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν σε επίπεδο να το αντιληφθούν δηλ για τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, σίτιση από το πρυτανείο, η οποία ήταν η μεγαλύτερη τιμή που οι Αθηναίοι έδιναν σε επίτιμα πρόσωπα που είχαν προσφέρει στην Αθήνα, σε δεύτερο επίπεδο πολύ μικρό χρηματικό ποσό που ο ίδιος θα μπορούσε να πληρώσει δηλαδή μια ασημένια Μνα και τέλος σε πιο πρακτική βάση και κατά την προτροπή των μαθητών του τριάντα Μνες τις οποίες θα τις έδιναν οι μαθητές του οι οποίοι ήταν πλούσιοι. Στην δεύτερη ψηφοφορία οι δικαστές τον καταδίκασαν με μεγαλύτερη διαφορά από ότι πριν.


Ενδέχεται δε να τον καταδίκασαν διότι έβγαλε προς τα έξω την δομή και νοοτροπία εκμάθησης της αλήθειας και πραγματικότητας των Ελευσινίων Μυστηρίων, πράγμα που σήμαινε καταδίκη εις θάνατον. ο Αριστοτέλης είχε πει για τα Ελευσίνια «οὐ μαθεῖν τι, ἀλλά παθεῖν καί διατεθῆναι» δηλαδή δεν σε μαθαίνουν τίποτα αλλά με αυτά που θα περάσεις θα φτάσεις σε επίπεδο να καταλάβεις από μόνος σου ποια είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε και ο ίδιος ο Σωκράτης (σαν ιεροφάντης) στους μαθητές του. Όπως λέει και ο ίδιος, δεν δίδαξε ποτέ τίποτα και κανέναν, απλά μέσω των ερωτήσεων έβγαινε στην επιφάνεια η σύγχυση που επικρατούσε στον νου, οπότε έστελνε το μυαλό του μαθητή σε μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη και δυαδική με στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας. Αυτή η διαδικασία την παραλλήλιζε με τους πόνους της γέννας, και την αλήθεια που εμφανιζόταν ως τον νεογνό. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε Μαιευτική.